μεσημερίαζω

μεσημερίαζω
αμετ. μεσημερίαζοματ
1) быть застигнутым полднем;

μεσημερίαστήκαμε όσο να σφουγγαρίσουμε το σπίτι — мы до полудня мыли полы;

2) отдыхать в полдень (летом);
3) απρόσ. наступает полдень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεσημερίαζω" в других словарях:

  • μεσημεριάζω — (Μ μεσημεριάζω) [μεσημέρι] (το γ εν. ως απρόσ. κυρίως στον ενεστ. και τον αόρ.) μεσημεριάζει, μεσημέριασε πλησιάζει μεσημέρι ή έφτασε μεσημέρι («μεσημέριασε κι ακόμη να μαγειρέψω») νεοελλ. (ενεργ. και μέσ.) καθυστερώ και μέ βρίσκει το μεσημέρι,… …   Dictionary of Greek

  • μεσημέριασμα — το [μεσημεριάζω] 1. ο ερχομός τού μεσημεριού 2. αργοπορία, καθυστέρηση 3. το να περνά κανείς κάπου το μεσημέρι …   Dictionary of Greek

  • ξεμεσημεριάζω — (ενεργ. και μέσ.) 1. περνώ το μεσημέρι με μια ασχολία («ξεμεσημεριάζομαι διαβάζοντας») 2. μέ βρίσκει το μεσημέρι χωρίς να έχω τελειώσει κάτι που άρχισα από το πρωί, αργοπορώ 3. κοιμάμαι κατά τη διάρκεια τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»