- μεσημερίαζω
- αμετ. μεσημερίαζοματ1) быть застигнутым полднем;
μεσημερίαστήκαμε όσο να σφουγγαρίσουμε το σπίτι — мы до полудня мыли полы;
2) отдыхать в полдень (летом);3) απρόσ. наступает полдень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.